επίσημα

επίσημα
το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) [σήμα]
νεοελλ.
1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του
2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο
3. φρ. «κινητό επίσημα» — κινητό χαρτόσημο
4. ναυτ. αντικείμενο κατασκευασμένο με συμβολικό σχήμα και χρώμα που τοποθετείται για να επισημαίνει σκοπέλους και υφάλους στους ναυτιλλομένους
αρχ.
νεύμα, σημείο, διακριτικό σημάδι (α. «τάχ’ εἰσόμεσθα τοὐπίσημα ὅποι τελεῑ», Αισχύλ.
β. για νόμισμα, «διηκόσιαι γὰρ ὁ μισθὸς δραχμαί, τῶν ἐπίσημ’ Ἄρατος», Σιμων.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπίσημα — device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσημα — το, ατος 1. διακριτικό σήμα, σημείο, «σήμα κατατεθέν». 2. σήμα σε χρυσά ή ασημένια σκεύη για πιστοποίηση της γνησιότητας και της περιεκτικότητάς τους σε χρυσάφι ή ασήμι: Επίσημα χρυσού. 3. φρ., «κινητό επίσημα», κινητό χαρτόσημο. 4. (ναυτ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοὐπίσημ' — ἐπίσημα , ἐπίσημα device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημα , ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημα , ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl ἐπίσημε , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀπίσημα — ἐπίσημα , ἐπίσημα device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημα , ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημα , ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσημ' — ἐπίσημα , ἐπίσημα device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημα , ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημα , ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl ἐπίσημε , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητόρια — Επίσημα γεύματα που οργανώνονταν κατά τη βυζαντινή εποχή στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, στους βασιλικούς γάμους ή για να τιμηθούν ξένοι επίσημοι, επισκέπτες της αυτοκρατορίας. Οργανώνονταν βάσει αυστηρού κανονισμού, που ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

  • ἐπισημάνασθαι — ἐπισημά̱νασθαι , ἐπισημαίνω mark aor inf mid (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισήμασι — ἐπίσημα device neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”