ἐπίσημα — device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσημα — το, ατος 1. διακριτικό σήμα, σημείο, «σήμα κατατεθέν». 2. σήμα σε χρυσά ή ασημένια σκεύη για πιστοποίηση της γνησιότητας και της περιεκτικότητάς τους σε χρυσάφι ή ασήμι: Επίσημα χρυσού. 3. φρ., «κινητό επίσημα», κινητό χαρτόσημο. 4. (ναυτ.),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοὐπίσημ' — ἐπίσημα , ἐπίσημα device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημα , ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημα , ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl ἐπίσημε , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπίσημα — ἐπίσημα , ἐπίσημα device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημα , ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημα , ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσημ' — ἐπίσημα , ἐπίσημα device neut nom/voc/acc sg ἐπίσημα , ἐπίσημον distinguishing neut nom/voc/acc pl ἐπίσημα , ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc pl ἐπίσημε , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλητόρια — Επίσημα γεύματα που οργανώνονταν κατά τη βυζαντινή εποχή στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, στους βασιλικούς γάμους ή για να τιμηθούν ξένοι επίσημοι, επισκέπτες της αυτοκρατορίας. Οργανώνονταν βάσει αυστηρού κανονισμού, που ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
ἐπισημάνασθαι — ἐπισημά̱νασθαι , ἐπισημαίνω mark aor inf mid (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισήμασι — ἐπίσημα device neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek